ζευγάριον: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(nl) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζευγάριον -ου, τό [ζεῦγος] klein wagenspan. Aristoph. Av. 582. | |elnltext=ζευγάριον -ου, τό [ζεῦγος] klein wagenspan. Aristoph. Av. 582. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζευγάριον:''' (ᾰ) τό жалкая запряжка, пара тщедушных волов Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim.of ζεῦγος,
A a puny pair or team, esp. of oxen, Ar.Av.582; ζ. βοεικόν Id.Fr.109; βοοῖν ib.387, cf. PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1137] τό, dim. von ζεῦγος, kleines, schlechtes Gespann, Ar. Av. 583 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγάριον: ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ ζεῦγος, μικρὸν ζεῦγος, ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν αὐτόθι 344.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος.
Greek Monotonic
ζευγάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ζεῦγος, μικρό ζεύγος (λέγεται για ζεύγος νεαρών βοδιών που ζεύονται στο αλέτρι), σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγάριον -ου, τό [ζεῦγος] klein wagenspan. Aristoph. Av. 582.
Russian (Dvoretsky)
ζευγάριον: (ᾰ) τό жалкая запряжка, пара тщедушных волов Arph.