ἠπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).