θοίναμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θοίνᾱμα:''' -ατος, τό ([[θοινάω]]), [[γεύμα]], [[συμπόσιο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''θοίνᾱμα:''' -ατος, τό ([[θοινάω]]), [[γεύμα]], [[συμπόσιο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θοίνᾱμα:''' ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνᾱμα Medium diacritics: θοίναμα Low diacritics: θοίναμα Capitals: ΘΟΙΝΑΜΑ
Transliteration A: thoínama Transliteration B: thoinama Transliteration C: thoinama Beta Code: qoi/nama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.

Greek (Liddell-Scott)

θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.

Greek Monolingual

θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.