ἱππαρμοστής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππαρμοστής:''' -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί [[ἵππαρχος]], [[διοικητής]] του ιππικού, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἱππαρμοστής:''' -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί [[ἵππαρχος]], [[διοικητής]] του ιππικού, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππαρμοστής:''' οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Laced. for ἵππαρχος,
A commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ Λακεδαιμ. ἀντὶ τοῦ ἵππαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 10., 5. 12· πρβλ. ἱππαγρέται.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commandant de cavalerie, à Sparte.
Étymologie: ἵππος, ἁρμοστής.
Greek Monolingual
ἱππαρμοστής, ὁ (Α)
λακων. τ. αντί ίππαρχος («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο)- + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί ἵππαρχος, διοικητής του ιππικού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρμοστής: οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.