Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλαμίνθη: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[καλαμίνθη]])<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού, κν. [[καλαμίθρα]], [[μέντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[χειλανθή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμίνθης έλαιον»<br /><b>(φαρμ.)</b> αιθέριο [[έλαιο]] που περιέχεται στο [[φυτό]] [[καλαμίνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[κάλαμος]] και [[μίνθη]] «[[μέντα]]» παρέχει τις [[εξής]] δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: [[είτε]] προήλθε με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]) από τον αμάρτυρο τ. <i>καλαμομίνθη</i>, [[είτε]] με [[προσθήκη]] του προελληνικού επιθήματος -<i>ινθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερέβ</i>-<i>ινθος</i>) στον τ. [[κάλαμος]], [[είτε]], [[τέλος]], αποτελεί δάνεια λ. σε -<i>ινθ</i>- σχηματισμένη [[κατά]] το [[κάλαμος]]].
|mltxt=η (Α [[καλαμίνθη]])<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] αρωματικού φυτού, κν. [[καλαμίθρα]], [[μέντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[χειλανθή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καλαμίνθης έλαιον»<br /><b>(φαρμ.)</b> αιθέριο [[έλαιο]] που περιέχεται στο [[φυτό]] [[καλαμίνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. [[κάλαμος]] και [[μίνθη]] «[[μέντα]]» παρέχει τις [[εξής]] δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: [[είτε]] προήλθε με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]]) από τον αμάρτυρο τ. <i>καλαμομίνθη</i>, [[είτε]] με [[προσθήκη]] του προελληνικού επιθήματος -<i>ινθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερέβ</i>-<i>ινθος</i>) στον τ. [[κάλαμος]], [[είτε]], [[τέλος]], αποτελεί δάνεια λ. σε -<i>ινθ</i>- σχηματισμένη [[κατά]] το [[κάλαμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλᾰμίνθη:''' ης ἡ каламинт, кошачья мята ([[Nepeta]] cataria или [[Melissa]] altissima) Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμίνθη Medium diacritics: καλαμίνθη Low diacritics: καλαμίνθη Capitals: ΚΑΛΑΜΙΝΘΗ
Transliteration A: kalamínthē Transliteration B: kalaminthē Transliteration C: kalaminthi Beta Code: kalami/nqh

English (LSJ)

(so Hsch., but

   A -μίνθα Philum.Ven.7.9, 14.6, Phot.), ἡ, = καλάμινθος, Ar.Ec.648 (gen. sg.), Thphr.CP2.16.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1307] ἡ, = Folgdm; Ar. Eccl. 648; Arist. plant. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
calament, plante aromatique.
Étymologie: DELG évoque κάλαμος et μίνθη, mais 3 hypothèses en concurrence.

Greek Monolingual

η (Α καλαμίνθη)
βοτ. είδος αρωματικού φυτού, κν. καλαμίθρα, μέντα
νεοελλ.
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας χειλανθή
2. φρ. «καλαμίνθης έλαιον»
(φαρμ.) αιθέριο έλαιο που περιέχεται στο φυτό καλαμίνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κάλαμος και μίνθη «μέντα» παρέχει τις εξής δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: είτε προήλθε με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία) από τον αμάρτυρο τ. καλαμομίνθη, είτε με προσθήκη του προελληνικού επιθήματος -ινθ- (πρβλ. ερέβ-ινθος) στον τ. κάλαμος, είτε, τέλος, αποτελεί δάνεια λ. σε -ινθ- σχηματισμένη κατά το κάλαμος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμίνθη: ης ἡ каламинт, кошачья мята (Nepeta cataria или Melissa altissima) Arph., Arst.