καινουργέω: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καινουργέω:''' [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] νέο, <i>τί καινουργεῖς;</i> ποιο νέο [[σχέδιο]] μελετάς; σε Ευρ.· <i>κ. λόγον</i>, [[μιλώ]] με [[νέα]] και παράδοξα [[λόγια]], στον ίδ.· [[επιφέρω]] μεταβολές, [[νεωτερίζω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''καινουργέω:''' [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] νέο, <i>τί καινουργεῖς;</i> ποιο νέο [[σχέδιο]] μελετάς; σε Ευρ.· <i>κ. λόγον</i>, [[μιλώ]] με [[νέα]] και παράδοξα [[λόγια]], στον ίδ.· [[επιφέρω]] μεταβολές, [[νεωτερίζω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καινουργέω:''' <b class="num">1)</b> затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;<br /><b class="num">2)</b> странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;<br /><b class="num">3)</b> (впервые) вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A make new, Alciphr.3.3; re-create, τινα Zos.Alch. p.108 B. 2 begin something new, τι Hp.VM21; τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? E.IA2 (anap.); κ. λόγον speak new, strange words, ib.838; coin, ὄνομα Dam.Pr.439: abs., ἐπὶ τὸ κ. φέρου Antiph.29: usu. in bad sense, make innovations, περί τι X.HG6.2.16, cf. D.H.11.21:—Pass., τὰ καινουργούμενα all attempts at alteration, Arist.Mu.398a35.
German (Pape)
[Seite 1295] neu machen; σαγήνην Alciphr. 3, 3; neuern, Neuerungen anfangen, bes. im Staate, tadelnd, Eur. I. A. 2. 838; περὶ τοὺς μισθοφόρους Xen. Hell. 6, 2, 16, wie Luc. Prom. 6; εὐχρηστίας
Greek (Liddell-Scott)
καινουργέω: κατασκευάζω ἐκ νέου, λαβεῖν χρυσίνους τέτταρας, ἐξ ὧν αὖθις καινουργῆσαί μοι τὴν σαγήνην ὑπάρξειεν Ἀλκίφρων 3. 3. 2) ἀρχίζω τι νέον πρᾶγμα, ἀρχίζω νὰ κάμνω τι νεωστί, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τί καινουργεῖς; τί νέον σχέδιον μελετᾷς; Εὐρ. Ι. Α. 2· καινουργέω λόγον, ὁμιλῶ νέους, παραδόξους λόγους, αὐτόθι 838· ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, κάμνε τι νέον, ἀσύνηθες, πρωτοφανές, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλκήστιδι» 1· κάμνω νεωτερισμούς, νεωτερίζω, περί τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 21: - Παθ., τὰ καινουργούμενα, πᾶσα πρὸς μεταβολὴν ἢ ἀλλοίωσιν ἐπιχείρησις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire ou produire pour la première fois, innover : τί δὲ καινουργεῖς ; EUR que médites-tu de nouveau ?;
2 faire qch d’étrange : κ. λόγον prononcer d’étranges paroles.
Étymologie: καινουργός.
Greek Monotonic
καινουργέω: ξεκινώ, αρχίζω κάτι νέο, τί καινουργεῖς; ποιο νέο σχέδιο μελετάς; σε Ευρ.· κ. λόγον, μιλώ με νέα και παράδοξα λόγια, στον ίδ.· επιφέρω μεταβολές, νεωτερίζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καινουργέω: 1) затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;
2) странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;
3) (впервые) вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.).