κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατατεθαρρηκότως:''' adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατεθαρρηκότως Medium diacritics: κατατεθαρρηκότως Low diacritics: κατατεθαρρηκότως Capitals: ΚΑΤΑΤΕΘΑΡΡΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katatetharrēkótōs Transliteration B: katatetharrēkotōs Transliteration C: katatetharrikotos Beta Code: katateqarrhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω,

   A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.

Greek Monolingual

κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].

Russian (Dvoretsky)

κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.