καταφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[αφανίζω]], [[κατακαίω]], <i>πυρί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''καταφλέγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καίω]], [[αφανίζω]], [[κατακαίω]], <i>πυρί</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφλέγω:''' (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)<br /><b class="num">1)</b> сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλέγω Medium diacritics: καταφλέγω Low diacritics: καταφλέγω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: kataphlégō Transliteration B: kataphlegō Transliteration C: kataflego Beta Code: katafle/gw

English (LSJ)

fut. -

   A φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.

English (Autenrieth)

fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.

Spanish

abrasar, consumir completamente

Greek Monolingual

(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.

Greek Monotonic

καταφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταφλέγω: (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)
1) сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2) жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).