κεράω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεράω:''' Επικ. ριζικ. [[τύπος]] του [[κεράννυμι]], μτχ. [[κερῶν]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στην προστ. <i>κεράασθε</i> (επιμηκ. από το <i>-ᾶσθε</i>), στο ίδ.· γʹ πληθ. παρατ. [[κερόωντο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κεράω:''' Επικ. ριζικ. [[τύπος]] του [[κεράννυμι]], μτχ. [[κερῶν]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στην προστ. <i>κεράασθε</i> (επιμηκ. από το <i>-ᾶσθε</i>), στο ίδ.· γʹ πληθ. παρατ. [[κερόωντο]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεράω:''' <b class="num">I</b> [[κέρας]] занимать место на флангах Polyb.<br /><b class="num">II</b> (только praes.; part. [[κερῶν]]) Hom. = [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), Ep. form of κεράννυμι, used in imper.
A κέρα Com.Adesp. 1211; part. κερῶν Od.24.364: impf. κέρων A.R.1.1185:—Med., subj. κέρωνται Il.4.260: imper. κεράασθε (lengthd. from -ᾶσθε) Od. 3.332: impf. κερόωντο 8.470.
κεράω (B), (κέρας)
A make horned, κερόωσι σελήνην Arat.780. II take post on the wing or flank, Plb.18.24.9.
German (Pape)
[Seite 1423] 1) = κεράννυμι, zu dem es das fut. u. die übrigen tempp. giebt; auch im praes. u. impf. oft bei Hom., bes. med., κεράασθε οἶνον Od. 3, 332, κερόωντο 8, 470, κερῶντο 15, 500, κερῶντας οἶνον 24, 364; imper. κέρα com. Ath. II, 48 a. – 2) von κέρας, – a) hornartig gestalten, ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι μορφαὶ κερόωσι σελήνην Arat. 780. – b) im Heere, auf den Flügeln stehen, Pol. 18, 7, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κεράω: Ἐπικ. ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ἐν χρήσει κατὰ προστ. κέρα Κωμ. Ἀνώνυμ. 17· μετοχ. κερῶν Ὀδ. Ω. 364· παρατ. κέρων Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1185· καὶ ἐκ τοῦ μέσου, ἐν τῇ προστ. κεράασθε (ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ -ᾶσθε) Ὀδ. Γ. 332· παρατ. κερόωντο Ἰλ. Η. 470.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
c. κεράννυμι;
Moy. κεράομαι-ῶμαι (impf. 3ᵉ pl. épq. κερόωντο) m. sign.
2-ῶ :
fut. att. de κεράννυμι.
English (Autenrieth)
(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; esp. of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘plated’ with gold, Od. 4.132. ;;: see κεράννῦμι.
see κεράννῦμι.
Greek Monotonic
κεράω: Επικ. ριζικ. τύπος του κεράννυμι, μτχ. κερῶν, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στην προστ. κεράασθε (επιμηκ. από το -ᾶσθε), στο ίδ.· γʹ πληθ. παρατ. κερόωντο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κεράω: I κέρας занимать место на флангах Polyb.
II (только praes.; part. κερῶν) Hom. = κεράννυμι.