κνισμός: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνισμός:''' ὁ, [[φαγούρα]] του δέρματος, [[γαργάλημα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κνισμός:''' ὁ, [[φαγούρα]] του δέρματος, [[γαργάλημα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνισμός:''' ὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29. II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.
German (Pape)
[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.
Greek (Liddell-Scott)
κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974˙ ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.
Greek Monolingual
ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.
Greek Monotonic
κνισμός: ὁ, φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνισμός: ὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph.