κριτός: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κρίνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[επίλεκτος]], [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ. | |lsmtext='''κρῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κρίνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[επίλεκτος]], [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρῐτός:''' <b class="num">1)</b> выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; [[κτῆμα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; [[γένος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.
English (Autenrieth)
(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.
English (Slater)
κρῐτός
1 distinguished “νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
Greek Monolingual
κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρῐτός: 1) выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2) отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).