μαῦλις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μαύα</i>, <i>Μαύ</i>-<i>εννα</i>, [[Μαύσωλος]]) με [[επίθημα]] -<i>li</i>- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, [[οπότε]] η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα <i>Mavś</i>», απ' όπου η [[σημασία]] «[[πόρνη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[μαῦλις]] [II]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[μαῦλις]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>μασ</i>-<i>υλιδ</i>-) συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μαίομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]]) ή με τη λ. [[μήτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ματρυλεῖον]])].———————— <b>(II)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br />[[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαῦλις]] (Ι), με την [[προϋπόθεση]] ότι η λυδική [[θεότητα]] (<b>βλ. λ.</b> [[μαῦλις]] [Ι]) προστάτευε τον στρατό με [[μέταλλο]], [[μαχαίρι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[μαῦλις]] (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής <i>mav</i>-<i>lis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Mavś</i>, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μαύα</i>, <i>Μαύ</i>-<i>εννα</i>, [[Μαύσωλος]]) με [[επίθημα]] -<i>li</i>- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, [[οπότε]] η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα <i>Mavś</i>», απ' όπου η [[σημασία]] «[[πόρνη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[μαῦλις]] [II]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[μαῦλις]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> <i>μασ</i>-<i>υλιδ</i>-) συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μαίομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]]) ή με τη λ. [[μήτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ματρυλεῖον]])].———————— <b>(II)</b><br />μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)<br />[[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μαῦλις]] (Ι), με την [[προϋπόθεση]] ότι η λυδική [[θεότητα]] (<b>βλ. λ.</b> [[μαῦλις]] [Ι]) προστάτευε τον στρατό με [[μέταλλο]], [[μαχαίρι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαῦλις:''' ιος ἡ нож Anth.
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῦλις Medium diacritics: μαῦλις Low diacritics: μαύλις Capitals: ΜΑΥΛΙΣ
Transliteration A: maûlis Transliteration B: maulis Transliteration C: maylis Beta Code: mau=lis

English (LSJ)

(A), ιδος, or ιος, ἡ,

   A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
μαῦλις (B), ἡ,

   A knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.

Greek Monolingual

(I)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής mav-lis < Mavś, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (πρβλ. Μαύα, Μαύ-εννα, Μαύσωλος) με επίθημα -li- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, οπότε η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα Mavś», απ' όπου η σημασία «πόρνη» (πρβλ. και λ. μαῦλις [II]). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. μαῦλις (Ι) (< μασ-υλιδ-) συνδέεται με την οικογένεια του μαίομαι (πρβλ. μαστροπός) ή με τη λ. μήτηρ (πρβλ. ματρυλεῖον)].———————— (II)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μαῦλις (Ι), με την προϋπόθεση ότι η λυδική θεότητα (βλ. λ. μαῦλις [Ι]) προστάτευε τον στρατό με μέταλλο, μαχαίρι].

Russian (Dvoretsky)

μαῦλις: ιος ἡ нож Anth.