μελάμβωλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελάμβωλος:''' -ον, [[περιοχή]] με σκουρόχρωμο (μαύρο) [[έδαφος]], [[χώμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μελάμβωλος:''' -ον, [[περιοχή]] με σκουρόχρωμο (μαύρο) [[έδαφος]], [[χώμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάμβωλος:''' с черными пластами земли, черноземный ([[Αἴγυπτος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβωλος Medium diacritics: μελάμβωλος Low diacritics: μελάμβωλος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΩΛΟΣ
Transliteration A: melámbōlos Transliteration B: melambōlos Transliteration C: melamvolos Beta Code: mela/mbwlos

English (LSJ)

ον,

   A with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508˙ Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d’une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.

Greek Monolingual

μελάμβωλος, -ον (Α)
(για τη γη)
1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος
2. εύφορος («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό-βωλος, χρυσό-βωλος)].

Greek Monotonic

μελάμβωλος: -ον, περιοχή με σκουρόχρωμο (μαύρο) έδαφος, χώμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελάμβωλος: с черными пластами земли, черноземный (Αἴγυπτος Anth.).