μακεδνός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκεδνός:''' -ή, -όν, = [[μηκεδανός]], [[μακρός]], ψηλός, [[λαμπάδα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μᾰκεδνός:''' -ή, -όν, = [[μηκεδανός]], [[μακρός]], ψηλός, [[λαμπάδα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκεδνός:''' высокоствольный ([[αἴγειρος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκεδνός Medium diacritics: μακεδνός Low diacritics: μακεδνός Capitals: ΜΑΚΕΔΝΟΣ
Transliteration A: makednós Transliteration B: makednos Transliteration C: makednos Beta Code: makedno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = μηκεδανός, tall, taper, αἴγειρος Od.7.106; ἐλάται Nic.Th.472; νάπαι Lyc.1273: as pr. n. of the Dorians, Δωρικόν τε καὶ M. ἔθνος Hdt.8.43, cf. 1.56; M. σκῦλα Hsch. (who glosses it by οὐράνια καὶ μεγάλα).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ὑψηλός, αἴγειρος Ὀδ. Η. 106· ἐλάται Νικ. Θηρ. 472· νάπαι Λυκόφρ. 1273.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
long, élevé.
Étymologie: cf. μακρός.

English (Autenrieth)

(cf. μακρός): tall, Od. 7.106†.

Greek Monolingual

μακεδνός, -ή, -όν (Α)
1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.)
2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα
τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ-εδνός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα māk- «μακρύς και λεπτός» και συνδέεται με τα μακρός, μῆκος. Οι τ. μακεδνός και Μακεδόνες συνδέονται μεταξύ τους, οπότε το -δν-ο- του μακεδνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -δών, -δόνος (πρβλ. γοε-δν-ός). Η λ. Μακεδόνες πιθ. < Μακι-κεδόνες «αυτοί που η χώρα / γη τους είναι μακρά / μεγάλη» (< μακ-ι < μακ-ρός), ενώ το β' συνθετικό είναι πιθ. μια μακεδονική απόδοση της λ. χθών «γη»].

Greek Monotonic

μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ψηλός, λαμπάδα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκεδνός: высокоствольный (αἴγειρος Hom.).