μηλοδόκος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηλοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε [[θυσία]], λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''μηλοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε [[θυσία]], λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηλοδόκος:''' принимающий (жертвоприношения из) овец ([[Πυθών]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sheep-receiving, i.e. in sacrifice, Πυθών Pi.P.3.27.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυθών.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος πρόβατα, π.χ. εἰς θυσίαν, ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, δέκομαι.
English (Slater)
μηλοδόκος, -ον
1 receiving sheep (for sacrifice) ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27)
Greek Monolingual
μηλοδόκος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο-δόκος, ξενο-δόκος.
Greek Monotonic
μηλοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε θυσία, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μηλοδόκος: принимающий (жертвоприношения из) овец (Πυθών Pind.).