μιαρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιᾰρόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μιᾰρόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιᾰρόγλωσσος:''' с мерзостным языком, сквернословящий Anth.
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρόγλωσσος Medium diacritics: μιαρόγλωσσος Low diacritics: μιαρόγλωσσος Capitals: ΜΙΑΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: miaróglōssos Transliteration B: miaroglōssos Transliteration C: miaroglossos Beta Code: miaro/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Greek Monotonic

μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μιᾰρόγλωσσος: с мерзостным языком, сквернословящий Anth.