μόγος: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μόγος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[μόχθος]], [[δυσκολία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]], στενοχώρια, Λατ. [[labor]], σε Σοφ. | |lsmtext='''μόγος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[μόχθος]], [[δυσκολία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]], στενοχώρια, Λατ. [[labor]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόγος:''' ὁ<b class="num">1)</b> трудная работа, труд: [[ἱδρώς]], ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;<br /><b class="num">2)</b> страдание, горе: μ. [[ἔχει]] (sc. με) Soph. мне больно. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17. 2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)
Greek (Liddell-Scott)
μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.
English (Autenrieth)
toil, Il. 4.27†.
Greek Monolingual
μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
Greek Monotonic
μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μόγος: ὁ1) трудная работа, труд: ἱδρώς, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;
2) страдание, горе: μ. ἔχει (sc. με) Soph. мне больно.