μοιχαλίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιχᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοιχαλίδα]], [[γυναίκα]] που διαπράττει [[μοιχεία]] απατώντας τον σύζυγό της, σε Καινή Διαθήκη· ως επίθ. [[μοιχικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[μοιχεία]], στο ίδ.
|lsmtext='''μοιχᾰλίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοιχαλίδα]], [[γυναίκα]] που διαπράττει [[μοιχεία]] απατώντας τον σύζυγό της, σε Καινή Διαθήκη· ως επίθ. [[μοιχικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[μοιχεία]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιχᾰλίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> прелюбодейная жена NT;<br /><b class="num">2)</b> прелюбодеяние, разврат NT.
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχᾰλίς Medium diacritics: μοιχαλίς Low diacritics: μοιχαλίς Capitals: ΜΟΙΧΑΛΙΣ
Transliteration A: moichalís Transliteration B: moichalis Transliteration C: moichalis Beta Code: moixali/s

English (LSJ)

ίδος (also acc.

   A μοιχαλίν LXX Ho.3.1), ἡ, = μοιχάς, Ep.Rom. 7.3, Hld.8.9, Cat.Cod.Astr.8(1).264, etc.; in religious sense, unfaithful to God, Ep.Jac.4.4: so as Adj., adulterous, γενεά Ev.Matt.12.39, etc.    II = μοιχεία, 2 Ep.Pet.2.14.

German (Pape)

[Seite 198] ίδος, ἡ, dasselbe, Sp., wie N. T.; nach Arcad. 31 μοιχαλλίς, vgl. Lob. zu Phryn. 452.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχᾰλίς: -ίδος, ἡ, = μοιχάς, Πρὸς Ρωμ. Ἐπιστ. ζ΄, 3. κτλ.· ὡς ἐπίθ., μοιχευομένη, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 39, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = μοιχεία, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 14.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 femme adultère;
2 le crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

a prolonged form of the feminine of μοιχός; an adulteress (literally or figuratively): adulteress(-ous, -y).

English (Thayer)

μοιχαλίδος, ἡ (μοιχός), a word unknown to the earlier writers but found in Plutarch, Heliodorus, others; see Lob. ad Phryn., p. 452; (Winer s Grammar, 24); the Sept. for נֹאֶפֶת (מְנָאֶפֶת (an adulteress;
a. properly: ὀφθαλμοί μεστοί μοιχαλίδος, eyes always on the watch for an adulteress, or from which adulterous desire beams forth, the harlot (μοιχαλίς is figuratively equivalent to faithless to God, unclean, apostate: Matthiae, § 429,4), γενεά ... μοιχαλίς: Clement of Alexandria, strom. vi. c. 16 § 146, p. 292,5 edition Sylb.)

Greek Monolingual

μοιχαλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μοιχαλίδα.

Greek Monotonic

μοιχᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. μοιχαλίδα, γυναίκα που διαπράττει μοιχεία απατώντας τον σύζυγό της, σε Καινή Διαθήκη· ως επίθ. μοιχικός, , -όν, στο ίδ.
II. ως ουσ. μοιχεία, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχᾰλίς: ίδος ἡ1) прелюбодейная жена NT;
2) прелюбодеяние, разврат NT.