νύσσα: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύσσα:''' -ης, ἡ ([[νύσσω]]), όπως το Λατ. [[meta]], όνομα [[δύο]] στηλών στον ιππόδρομο ([[ἱππόδρομος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στήλη]] γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε [[σημείο]] τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή [[πλευρά]] (πρβλ. [[καμπτήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήλη]] εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το [[σημείο]] του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
|lsmtext='''νύσσα:''' -ης, ἡ ([[νύσσω]]), όπως το Λατ. [[meta]], όνομα [[δύο]] στηλών στον ιππόδρομο ([[ἱππόδρομος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[στήλη]] γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε [[σημείο]] τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη [[δεξιά]] [[πλευρά]] της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή [[πλευρά]] (πρβλ. [[καμπτήρ]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήλη]] εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το [[σημείο]] του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύσσα:''' ἡ<b class="num">1)</b> мета, конечный столб (служивший поворотным пунктом ристалища): ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι Hom. вплотную обогнуть мету;<br /><b class="num">2)</b> начальный столб ристалища (к которому возвращались участники состязаний, обогнув конечный столб) (τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης [[τέτατο]] [[δρόμος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύσσα Medium diacritics: νύσσα Low diacritics: νύσσα Capitals: ΝΥΣΣΑ
Transliteration A: nýssa Transliteration B: nyssa Transliteration C: nyssa Beta Code: nu/ssa

English (LSJ)

ης, ἡ, in a race-course,    1 = καμπτήρ, turning-post, Il.23.332,344 ; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω, of the near horse, ib.338, cf. Theoc.24.119 : metaph., turning-point of the recurrent nerve, Gal. UP16.4.    2 starting-and winning-post, τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758, Od.8.121 : metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.H.3.11.

German (Pape)

[Seite 271] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch στήλη, – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch καμπτήρ, Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der νύσσα herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.

Greek (Liddell-Scott)

νύσσα: -ης, -ἡ, (νύσσω) ὡς τὸ Λατ. meta, ὄνομα δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ στήλη περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. καμπτήρ), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος ἵππος ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, ὅθενφράσις, ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω ἵππος ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ στήλη, ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ σημεῖον τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. ἄφεσις, βαλβίς), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. καθόλου, μεσότοιχον διάφραγμα, Βίων 7. 31.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
borne à l’extrémité de la carrière et que l’on tournait pour revenir.
Étymologie: DELG νύσσω, « la chose où l’on butte ».

English (Autenrieth)

turning-post (meta), in the hippodrome, Il. 23.332; elsewhere, starting-point or line.

Spanish

aguijoneadora

Greek Monolingual

(I)
νύσσα, ἡ (ΑΜ)
1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό
β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην αρματοδρομία
2. μτφ. ο σκοπός («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)
αρχ.
1. ο μεσότοιχος
2. (για νεύρο) σημείο στροφής
3. η πορεία του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη άποψη είναι εκείνη που παράγει τη λ. από το θ. του νύσσω με επίθημα - (< νύκ-)].———————— (II)
η
βοτ. γένος θάμνων και δένδρων, δικότυλων φυτών που ανήκουν στην τάξη κορνώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyssa < νύσσα (Ι)].

Greek Monotonic

νύσσα: -ης, ἡ (νύσσω), όπως το Λατ. meta, όνομα δύο στηλών στον ιππόδρομο (ἱππόδρομος
1. στήλη γύρω από την οποία έστριβαν τα άρματα, τοποθετημένη σε σημείο τέτοιο ώστε τα άρματα που πήγαιναν από τη δεξιά πλευρά της διαδρομής έστριβαν γύρω απ' αυτή και επέστρεφαν από την αριστερή πλευρά (πρβλ. καμπτήρ), σε Ομήρ. Ιλ.
2. στήλη εκκίνησης, απ' όπου δηλ. ξεκινούσαν οι ιπποδρομίες· και ήταν επίσης το σημείο του νικηφόρου τερματισμού, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

νύσσα:1) мета, конечный столб (служивший поворотным пунктом ристалища): ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι Hom. вплотную обогнуть мету;
2) начальный столб ристалища (к которому возвращались участники состязаний, обогнув конечный столб) (τοῖσι δ᾽ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Hom.).