οὐδέπω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐδέπω:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]], όχι [[μέχρι]] στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με [[μία]] ενδιάμεση [[λέξη]], [[οὐδέ]] τί πω, <i>οὐδ' ἄν πω</i>.
|lsmtext='''οὐδέπω:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]], όχι [[μέχρι]] στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με [[μία]] ενδιάμεση [[λέξη]], [[οὐδέ]] τί πω, <i>οὐδ' ἄν πω</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''οὐδέπω:''' adv. тж. раздельно еще не(т) (σχολάζει [[ἤδη]], ἐγὼ δὲ οὐ. Xen.): τὰ οὐ. [[ὄντα]] Plat. то, что еще не существует.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 410] noch nicht; σὺ δ' οὐδέπω ταπεινός, Aesch. Prom. 320; κοὐδέπω, Pers. 800; Soph. Phil. 499; ἐκ τῶν οὐδέπω ὄντων, Plat. Phaed. 92 b; οὐδέπω τρία ἔτη ἐστί, Conv. 172 e; Xen. An. 7, 3, 24; οὐδέπω καὶ τήμερον, Dem. 30, 33.

French (Bailly abrégé)

adv.
pas encore.
Étymologie: οὐδέ, πώ.

English (Autenrieth)

not yet, not at all.

English (Strong)

from οὐδέ and -πω; not even yet: as yet not, never before (yet), (not) yet.

English (Thayer)

adverb, simply negative (from οὐδέ and the enclitic πω) (from Aeschylus down), not yet, not as yet: L Tr WH οὔπω); οὐδέπω οὐδείς, never anyone (A. V. never man yet), οὐδέπω ... ἐπ' οὐδενί, as yet ... upon none, L T Tr WH); οὐκ ... οὐδέπω οὐδείς (see οὐ, 3a.), L Tr WH οὐκ ... οὐδείς οὔπω; Tdf. οὐκ ... οὐδείς οὐδέπω); οὐδέπω οὐδέν (L T Tr WH simply οὔπω) not yet (anything), 1 Corinthians 8:2.

Greek Monotonic

οὐδέπω: επίρρ., όχι ακόμη, όχι μέχρι στιγμής, σε Αισχύλ., Πλάτ.· στον Όμηρ., με μία ενδιάμεση λέξη, οὐδέ τί πω, οὐδ' ἄν πω.

Russian (Dvoretsky)

οὐδέπω: adv. тж. раздельно еще не(т) (σχολάζει ἤδη, ἐγὼ δὲ οὐ. Xen.): τὰ οὐ. ὄντα Plat. то, что еще не существует.