παλίουρος: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλίουρος -ου, ὁ, ἡ christusdoorn (een plant). | |elnltext=παλίουρος -ου, ὁ, ἡ christusdoorn (een plant). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλίουρος:''' ὁ и ἡ бот. палиур, крушиновидный терн (предполож. [[Rhamnus]] [[paliurus]]) Theocr., Eur., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ (Thphr.HP1.3.2, Agatharch.34) or ἡ (AP9.414 (Tull. Gem.)),
A Christ's thorn, Paliurus australis, E. Cyc.394, Theopomp. Hist.129, Theoc. 24.89, Dsc.1.92, etc. II great jujube, Zizyphus Spina-Christi, Thphr.HP 4.3.3, Agatharch. l.c., BGU1120.16 (i B. C.), Plin.HN13.111. III = κάδος, ἀντλητήρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίουρος: ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. ῥάμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίουρος· κάδος. ἀντλητήρ. καὶ τὸ θαμνῶδες δένδρον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
paliure arbrisseau.
Étymologie: DELG πάλι-, οὖρον, la plante étant diurétique.
Greek Monolingual
και πάλιουρας, ο (Α παλίουρος, ὁ, ἡ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη ραμνώδη και του οποίου ένα είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως παλιούρι και χρησιμοποιείται για περιφράξεις
αρχ.
1. το δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίουρος
κάδος ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὖρον (< οὐρῶ), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].
Greek Monotonic
πᾰλίουρος: ὁ ή ἡ, ακανθώδης θάμνος (παλιούρι), Λατ. Rhamnus paliurus, σε Ευρ., Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίουρος -ου, ὁ, ἡ christusdoorn (een plant).
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίουρος: ὁ и ἡ бот. палиур, крушиновидный терн (предполож. Rhamnus paliurus) Theocr., Eur., Anth.