παρασταδόν: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραστᾰδόν:''' επίρρ., στην [[πλευρά]] κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
|lsmtext='''παραστᾰδόν:''' επίρρ., στην [[πλευρά]] κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστᾰδόν:''' adv. подступая(сь) (подступивши), подойдя (Hom., Aesch.; Theocr. - v. l. [[περισταδόν]]).
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰδόν Medium diacritics: παρασταδόν Low diacritics: παρασταδόν Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: parastadón Transliteration B: parastadon Transliteration C: parastadon Beta Code: parastado/n

English (LSJ)

Adv.

   A standing beside, at one's side, Il.15.22, Od.10.173, Thgn.473, A.Ch.991 ; π. ἐγγύς Theoc.25.103.

German (Pape)

[Seite 499] hinzutretend, Il. 15, 22 Od. 10, 172 u. öfter; Aesch. Ch. 977; παρ. ἐγγύς vrbdt Theocr. 25, 103.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰδόν: Ἐπίρρ., ἐγγύθεν ἐκ τοῦ πλησίον, λῦσαι δ’ οὐκ ἠδύναντο παρασταδόν, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 22, Ὀδ. Κ. 173, 547, Θέογν. 473, Αἰσχύλ. Χο. 983· π. ἐγγὺς Θεόκρ. 25. 103· πρβλ. παρίστημι Β. Ι. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tenant auprès.
Étymologie: παρά, ἵστημι, -δον.

English (Autenrieth)

adv., standing by, going up to. (Od.)

Greek Monolingual

Α
(επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -σταδόν (< θ. στα- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα-σταδόν, απο-σταδόν].

Greek Monotonic

παραστᾰδόν: επίρρ., στην πλευρά κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

παραστᾰδόν: adv. подступая(сь) (подступивши), подойдя (Hom., Aesch.; Theocr. - v. l. περισταδόν).