ποδηγός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποδηγός:''' Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ ([[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[συνοδός]], [[φύλακας]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ποδηγός:''' Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ ([[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[συνοδός]], [[φύλακας]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποδηγός:''' <b class="num">I</b> дор. [[ποδαγός|ποδᾱγός]] 2 ведущий, направляющий Anth.<br /><b class="num">II</b> дор. [[ποδαγός|ποδᾱγός]] ὁ проводник, (про)вожатый Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
όν, Dor. and Trag ποδᾱγός, (ἄγω)
A guiding the foot, guiding, τὰ π. Πόθων ὠκύπτερα AP5.178 (Mel.): but in Trag., etc., Subst., guide, E.Ph.1715, Ph.1.109; attendant, S.Ant.1196: irreg. Comp. ποδηγέστερος Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 643] ion. = ποδαγός. Es findet sich auch davon der unregelmäßige compar. ποδηγέστερος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ποδηγός: -όν, Δωρ. καὶ παρὰ Τραγ. ποδᾱγός, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429· (ἄγω, ἡγέομαι)· ― ὁ τοὺς πόδας ὁδηγῶν, ὁδηγός, τὰ ποδηγὰ Πόθων [πτερὰ] Ἀνθ. Π. 5. 179· ― ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Εὐρ. Φοίν. 1715· θεράπων, Σοφ. Ἀντ. 1181. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. ποδηγέστερος, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
dor. et vieil att. ποδαγός;
ός, όν :
qui guide ; ὁ ποδαγός serviteur.
Étymologie: πούς, ἡγέομαι.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποδαγός, -όν, ΜΑ
1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που του δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ.
β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)
αρχ.
ακόλουθος, θεράπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ηγός (< ἀγός< ἄγω), πρβλ. κυν-ηγός, χορ-ηγός].
Greek Monotonic
ποδηγός: Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ (ἡγέομαι), οδηγός, συνοδός, φύλακας, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ποδηγός: I дор. ποδᾱγός 2 ведущий, направляющий Anth.
II дор. ποδᾱγός ὁ проводник, (про)вожатый Soph., Eur.