πολέω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολέω:''' ([[πέλω]]), όπως το [[πολεύω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], <i>νῆσον Αἴαντος πολεῖ</i>, σε Αισχύλ.· τί σὺ [[τῇδε]] πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., [[οργώνω]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''πολέω:''' ([[πέλω]]), όπως το [[πολεύω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαμένω]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], <i>νῆσον Αἴαντος πολεῖ</i>, σε Αισχύλ.· τί σὺ [[τῇδε]] πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., [[οργώνω]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολέω:''' Hes., Trag., med. Lys. = [[πολεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
(πέλω) mostly Poet., I intr., go about, range ouer, haunt, νῆσον Αἴαντος πολεῖ A.Pers.307; τί σὺ τῇδε πολεῖς; E.Alc.29 (anap.); τίς ὅδ' ἄρ' ἀμφὶ μέλαθρον πολεῖ; Id.Or.1270 (lyr.):—Med., ὄψεις ἔννυχοι πολούμεναι ἐς παρθενῶνας A.Pr.645 (dub., leg. πωλεύμεναι), cf. Ar.Av. 181: abs., πεφασμένως πολοῦνται Lex Sol. ap. Lys.10.19. 2 revolve, Pl.Cra.405d. II trans., turn up the earth with the plough, plough, ἔαρι πολεῖν Hes.Op.462; π. ἀρούρας Nic.Al.245.
German (Pape)
[Seite 655] (πόλος, πέλομαι), 1) umdrehen, umwenden, bes. γῆν, auch ohne diesen Zusatz, die Erde mit dem Pfluge umwenden, umpflügen, Hes. O. 464; ἀρούρας, Nic. Al. 245. – 2) wie das Vorige, sich wo herumdrehen, aufhalten; νῆσον, bewohnen, Aesch. Pers. 299. – Auch med., ὄψεις ἔννυχοι πολεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμούς, Aesch. Prom. 648; in Solons Gesetzen bei Lys. 10, 19 durch βαδίζω erklärt, s. πωλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πολέω: (πέλω) ποιητ. ῥῆμα, ὡς τὸ πολεύω, Ι. ἀμετάβ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, συχνάζω, κατοικῶ, νῆσον Αἴαντος πολεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 307· τί σὺ τῇδε πολεῖς; Εὐρ. Ἄλκ. 29 (λυρ)· τὶς ὅδ’ ἀρ’ ἀμφὶ μέλαθρον πολεῖ; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1269. (λυρ.)· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὄψεις ἔννυχοι πολούμεναι ἐς παρθενῶνας Αἰσχύλ. Πρ. 645· ἀπολ., πεφασμένως πολοῦνται Νόμος Σόλωνος παρὰ Λυσ. 117. 41. ΙΙ. μεταβ., ἀναστρέφω τὴν γῆν διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀροτριῶ, (polare agros παρὰ τῷ Ἐννίω), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· π. ἀρούρας Νικ. Ἀλεξιφ. 245· ― πρβλ. ἀναπολέω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολεῖν· νέμειν, βόσκειν», καὶ «πολοῦνται· παρὰ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφονται». ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
intr. tourner autour de, τινι ; avec un acc. : νῆσον ESCHL se mouvoir à travers une île, y résider;
Moy. πολέομαι-οῦμαι se mouvoir dans, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: πόλος.
Greek Monotonic
πολέω: (πέλω), όπως το πολεύω, μόνο σε ενεστ.·
I. διαμένω, περιφέρομαι, τριγυρίζω, νῆσον Αἴαντος πολεῖ, σε Αισχύλ.· τί σὺ τῇδε πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., οργώνω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολέω: Hes., Trag., med. Lys. = πολεύω.