προσαμύνω: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσᾰμύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνῶ</i>, [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]], <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προσᾰμύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνῶ</i>, [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]], <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσᾰμύνω:''' (ῡ) приходить на помощь (τινί Hom., Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰμύνω Medium diacritics: προσαμύνω Low diacritics: προσαμύνω Capitals: ΠΡΟΣΑΜΥΝΩ
Transliteration A: prosamýnō Transliteration B: prosamynō Transliteration C: prosamyno Beta Code: prosamu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A come to aid, τινι Il.2.238, cf. 5.139, 16.509, Plu. Them.9, al.

German (Pape)

[Seite 748] Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰμύνω: [ῡ], ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινὶ Ἰλ. Β. 238, Ε. 139, Π. 509, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

venir au secours de, secourir, τινι.
Étymologie: πρός, ἀμύνω.

Greek Monolingual

Α
έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμύνω «υπερασπίζω, συντρέχω»].

Greek Monotonic

προσᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -αμῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, τινί, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμύνω: (ῡ) приходить на помощь (τινί Hom., Plut.).