προσχηματισμός: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[προσχηματίζω]]<br /><b>γραμμ.</b> α) [[επαύξηση]] [[κατά]] μια [[συλλαβή]] της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. <i>όνειρα ονείρα</i>-<i>τα</i><br />β) [[μόριο]] με το οποίο επαυξάνεται μια [[αντωνυμία]] ή ένα [[επίρρημα]], όπως λ.χ. <i>εδω</i>-<i>δά</i>, <i>ὅ</i>-<i>δε</i>, <i>οὑτοσ</i>-<i>ί</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο εκ τών προτέρων [[σχηματισμός]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> οντογενετική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία το νέο [[άτομο]] δεν δημιουργείται [[αλλά]] προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη [[μορφή]] του, πολύ μικρό, στην [[κατάσταση]] του σπορίου<br /><b>αρχ.</b><br />εξωτερική [[εκδήλωση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσχημᾰτισμός:''' ὁ (= [[παραγωγή]]) грам. слоговое удлинение (напр. в [[τουτονί]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.
Greek (Liddell-Scott)
προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προσχηματίζω
γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή της κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα-τα
β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω-δά, ὅ-δε, οὑτοσ-ί
νεοελλ.
1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός
2. βιολ. οντογενετική θεωρία κατά την οποία το νέο άτομο δεν δημιουργείται αλλά προϋπάρχει ήδη υπό την πλήρη μορφή του, πολύ μικρό, στην κατάσταση του σπορίου
αρχ.
εξωτερική εκδήλωση.
Russian (Dvoretsky)
προσχημᾰτισμός: ὁ (= παραγωγή) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί).