ῥαβδονομέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥαβδονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, καθίσταμαι [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[αγωνοδίκης]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ῥαβδονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, καθίσταμαι [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[αγωνοδίκης]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥαβδονομέω:''' быть судьей на состязании, решать спор Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be ῥαβδονόμος, sit as umpire, S.Tr.516 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 829] Kampfrichter sein, über den Kampf richten, entscheiden, Soph. Trach. 513, Schol. erklärt βραβεύω, διατάττω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδονομέω: εἶμαι ῥαβδονόμος, κάθημαι ὡς ἀγωνοδίκης, Σοφ. Τρ. 516.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être juge d’un combat.
Étymologie: ῥαβδονόμος.
Greek Monotonic
ῥαβδονομέω: μέλ. -ήσω, καθίσταμαι διαιτητής, κριτής, αγωνοδίκης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥαβδονομέω: быть судьей на состязании, решать спор Soph.