σκηνικός: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(37) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκηνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σκηνή]] θεάτρου, [[θεατρικός]] («σκηνικό [[έργο]]» — θεατρικό [[έργο]], όπως [[είναι]] η [[τραγωδία]] και η [[κωμωδία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκηνικοί αγώνες»<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη [[φορά]] από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκηνικά</i><br />το [[σύνολο]] τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. [[σκηνικός]] [[διάκοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκηνικό</i><br /><b>μτφ.</b> το [[περιβάλλον]] όπου εκτυλίσσεται ένα [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκηνική</i><br />η [[ηθοποιός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκηνικός]]<br />ο [[υποκριτής]], ο [[ηθοποιός]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[μέλος]] του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηνικὸς [[φιλόσοφος]]» — λεγόταν για τον Ευριπίδη [[επειδή]] φιλοσοφούσε στα έργα του <b>Αθήν.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκηνικῶς</i> ΜΑ<br />με σκηνικό τρόπο, θεατρικά. | |mltxt=-ή, -ό / [[σκηνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σκηνή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[σκηνή]] θεάτρου, [[θεατρικός]] («σκηνικό [[έργο]]» — θεατρικό [[έργο]], όπως [[είναι]] η [[τραγωδία]] και η [[κωμωδία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκηνικοί αγώνες»<br />(στην αρχαία [[Ρώμη]]) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη [[φορά]] από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκηνικά</i><br />το [[σύνολο]] τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. [[σκηνικός]] [[διάκοσμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σκηνικό</i><br /><b>μτφ.</b> το [[περιβάλλον]] όπου εκτυλίσσεται ένα [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σκηνική</i><br />η [[ηθοποιός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκηνικός]]<br />ο [[υποκριτής]], ο [[ηθοποιός]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[μέλος]] του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκηνικὸς [[φιλόσοφος]]» — λεγόταν για τον Ευριπίδη [[επειδή]] φιλοσοφούσε στα έργα του <b>Αθήν.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκηνικῶς</i> ΜΑ<br />με σκηνικό τρόπο, θεατρικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνικός:''' <b class="num">II</b> ὁ актер Plut.<br />сценический, театральный ([[μουσική]] Plut.): ὁ σ. [[φιλόσοφος]] Sext. = [[Εὐριπίδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (
A σκηνή 11) of the stage, theatrical, Plu.2.1142c; ἀγών CIG2820 A 15 (Aphrodisias), cf. SIG704 E 17 (Decret.Amphict., ii B.C.), 711 L 5 (Delph., ii B.C.), BGU1074.16 (iii A.D.); σ. φιλόσοφος, of Euripides, Ath.13.561a. Adv. -κῶς Eust.6.11. 2 Subst. σκηνικός, ὁ, actor (whereas θυμελικοί are, or include, musicians and dancers, Vitr.5.7.2), Plu. Oth.6.
German (Pape)
[Seite 895] zur Scene, Bühne gehörig, zum Theater gehörig, theatralisch; ἀγῶνες, Ath. XIV, 630, u. a. Sp., auch adv. – Bes. ὁ σκηνικός, der eigentliche Schauspieler, der auf der Scene spielt, im Ggstz zu dem in der Orchestra Singenden u. Tanzenden, θυμελικός, Plut. Oth. 6. – Nach S. Emp. adv. gramm. 288 hieß Euripides ὁ σκ. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνικός: -ή, -όν, (σκηνὴ ΙΙ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σκηνὴν, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. 2. 1142Β· ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2820. 15· σκ. φιλόσοφος, ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου, Ἀθήν. 561Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 2) ὁ σκηνικός, ὑποκριτής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἐκ τοῦ χοροῦ (θυμελικός), Πλουτ. Ὄθων 6· πρβλ. σκηνὴ Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de théâtre, scénique.
Étymologie: σκηνή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σκηνή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» — θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία)
2. φρ. «σκηνικοί αγώνες»
(στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκηνικά
το σύνολο τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. σκηνικός διάκοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. το σκηνικό
μτφ. το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ σκηνική
η ηθοποιός
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηνικός
ο υποκριτής, ο ηθοποιός, σε αντιδιαστολή με το μέλος του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «σκηνικὸς φιλόσοφος» — λεγόταν για τον Ευριπίδη επειδή φιλοσοφούσε στα έργα του Αθήν..
επίρρ...
σκηνικῶς ΜΑ
με σκηνικό τρόπο, θεατρικά.
Russian (Dvoretsky)
σκηνικός: II ὁ актер Plut.
сценический, театральный (μουσική Plut.): ὁ σ. φιλόσοφος Sext. = Εὐριπίδης.