συμπέσσω: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[συμπέττω]] και δ. αν. [[συμπέπτω]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ώριμο με [[θερμότητα]] («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[εξάνθημα]] ή [[έλκος]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκκολάπτω]]<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] την [[πέψη]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπέσσομαι</i><br />(για [[τροφή]]) πέπτομαι, χωνεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]] / [[πέττω]] / [[πέπτω]] «[[μαγειρεύω]], [[βράζω]], [[ωριμάζω]], [[χωνεύω]]»]. | |mltxt=και αττ. τ. [[συμπέττω]] και δ. αν. [[συμπέπτω]] Α<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ώριμο με [[θερμότητα]] («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[εξάνθημα]] ή [[έλκος]]) [[επουλώνω]]<br /><b>3.</b> [[εκκολάπτω]]<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] την [[πέψη]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπέσσομαι</i><br />(για [[τροφή]]) πέπτομαι, χωνεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέσσω]] / [[πέττω]] / [[πέπτω]] «[[μαγειρεύω]], [[βράζω]], [[ωριμάζω]], [[χωνεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπέσσω:''' атт. [[συμπέττω]] (fut. συμπέψω)<br /><b class="num">1)</b> разваривать, размягчать (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переваривать (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нагревать или кипятить ([[θάλαττα]] συμπεττομένη Arst.);<br /><b class="num">4)</b> высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. συμπέττω,
A mature by heating, cooking, ὁμαλῦναι καὶ συμπέψαι Arist.Mete.381a20, cf. HA625a6, Thphr.HP8.7.7; concoct, bring to a head, etc., Dsc.2.86, Gal.6.247,825, 15.889; hatch eggs, Arist.HA549b7, cf. 560b17 (Pass.), GA752b17; ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ib.753a19, cf. 752b33 (Pass.); promote disgestion, Thphr.HP6.3.6, Od.49:—Pass., Arist.PA677b27, HA590a21; of food, to be digested, Id.Mete.379b23.
German (Pape)
[Seite 987] att. -ττω, später auch συμπέπτω, mit, zugleich kochen, verdauen, ganz verdauen; Arist. H. A. 5, 17 Gen. an. 3, 2; Medic.; Athen.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω ὁμοῦ διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, κάμνω νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― ἐκκολάπτω, ἐκλεπίζω ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α
1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω
3. εκκολάπτω
4. ευνοώ την πέψη
5. παθ. συμπέσσομαι
(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α
1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω
3. εκκολάπτω
4. ευνοώ την πέψη
5. παθ. συμπέσσομαι
(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].
Russian (Dvoretsky)
συμπέσσω: атт. συμπέττω (fut. συμπέψω)
1) разваривать, размягчать (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);
2) переваривать (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);
3) нагревать или кипятить (θάλαττα συμπεττομένη Arst.);
4) высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.).