συνεπιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς [[κάτι]] από κοινού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπιρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς [[κάτι]] από κοινού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιρρέπω:''' вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέπω Medium diacritics: συνεπιρρέπω Low diacritics: συνεπιρρέπω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΠΩ
Transliteration A: synepirrépō Transliteration B: synepirrepō Transliteration C: synepirrepo Beta Code: sunepirre/pw

English (LSJ)

   A incline towards together, Plu.Phoc.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέπω: вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).