τρίσμακαρ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(nl) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig. | |elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίσμᾰκᾰρ:''' ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthd. for μάκαρ,
A thrice-blest, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.
German (Pape)
[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.
French (Bailly abrégé)
αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.
Greek Monolingual
-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].
Greek Monotonic
τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.
Russian (Dvoretsky)
τρίσμᾰκᾰρ: ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth.