τρισμακάριος
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
α, ον, = τρίσμακαρ (thrice-blest), Ar. Ach. 400, Philem. 93.1 ; χελῶναι τρισμακάριαι τοῦ τέγους Ar. V. 1293, cf. Nu. 166.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
trois fois bienheureux.
Étymologie: τρίς, μακάριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισμακάριος -α -ον [τρίσμακαρ] driewerf gelukkig.
German (Pape)
= τρισμακάριστος; Ar. Ach. 375, Nub. 175.
Russian (Dvoretsky)
τρισμᾰκάριος: Arph. = τρίσμακαρ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισμᾰκάριος: -α, -ον, = τῷ προηγ., ὦ τρισμακάριε Εὐριπίδη Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 8 χελῶναι τρισμακάριαι τοῦ τέγους Ἀριστοφ. Σφ. 1293, πρβλ. Νεφ. 166.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ τρισμάκαρ
τρεις φορές μακάριος, τρισευλογημένος («χελῶναι τρισμακάριαι του τέγους», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακάριος.
Greek Monotonic
τρισμᾰκάριος: -α, -ον, = το προηγ., σε Αριστοφ.