Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπεκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκτρέχω:''' (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)<br /><b class="num">1)</b> избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;<br /><b class="num">2)</b> переходить, переступать (τοῦ χρόνου [[τέλος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέχω Medium diacritics: ὑπεκτρέχω Low diacritics: υπεκτρέχω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΧΩ
Transliteration A: hypektréchō Transliteration B: hypektrechō Transliteration C: ypektrecho Beta Code: u(pektre/xw

English (LSJ)

fut.

   A -δρᾰμοῦμαι Id.Ant.1086: aor. ὑπεξέδρᾰμον Hdt.1.156:—run out from under, escape from, τὸ παρεόν Hdt. l. c.; θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ S. l. c.; ὑ. τὴν σὴν . . γλωσσαλγίαν (where the metaph. is taken from a ship) E.Med.524; θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι Id.Ph.873: abs., of horses, Plu.Eum.7: c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω E.Andr.338.    II run out beyond, τοῦ χρόνου τέλος S. Tr.167.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέχω), darunter hinaus od. weglaufen, entlaufen, vermeiden, c. acc.; Soph. Tr. 166 Ant. 1073; Eur. oft; ἢν τὸ παρεὸν ὑπεκδράμωσι Her. 1, 156; – c. inf., ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. Andr. 338.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. ὑπεξέδρᾰμον. Ἐκτρέχω κάτωθέν τινος, ὑπεκφεύγω ἀπό τινος, φεύγω τι, ὑπεκδραμεῖν τὸ παρὸν Ἡρόδοτ. 1. 156· θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ Σοφ. Ἀντ. 1086· ὑπ. τὴν σήν... γλωσσαλγίαν, (ἔνθα ἡ μεταφορὰ εἶναι εἰλημμένη ἐκ πλοίου) Εὐρ. Μήδ. 524· θεοὺς ὑπεκδραμούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 873· τὸν σπαραγμὸν ὑπ. Πλουτ. Εὐμ. 7· ― μετ’ ἀπαρ., ἣν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Εὐρ. Ἀνδρ. 338. ΙΙ. τρέχω πέραν ὁρίου τινός, τοῦ χρόνου τέλος Σοφ. Τρ. 167.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεκδραμοῦμαι, ao.2 ὑπεξέδραμον;
s’échapper en courant ; fuir, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. αποφεύγω, διαφεύγω («ἢν ἐγὼ μὴ θανεῑν ὑπεκδραμῶ», Ευρ.)
2. τρέχω έξω, πέρα από ένα καθορισμένο όριο («ἢ τοῡθ' ὑπεκδραμόντα τοῡ χρόνου τέλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

ὑπεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπεξέδρᾰμον·
I. εξέρχομαι, ξεχύνομαι από κάτω, ξεφεύγω από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω, σε Ευρ.
II. τρέχω πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκτρέχω: (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)
1) избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;
2) переходить, переступать (τοῦ χρόνου τέλος Soph.).