τρυχηρός: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῡχηρός:''' -ά, -όν ([[τρῦχος]]), [[ρακώδης]], κουρελιασμένος, σε Ευρ. | |lsmtext='''τρῡχηρός:''' -ά, -όν ([[τρῦχος]]), [[ρακώδης]], κουρελιασμένος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῡχηρός:''' изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν [[χρόα]] λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496. II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].
Greek Monotonic
τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.