ὑπερπερισσεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(43)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α [[περισσεύω]]<br />[[περισσεύω]] [[πάρα]] πολύ, [[πλεονάζω]] σε μεγάλο βαθμό.
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α [[περισσεύω]]<br />[[περισσεύω]] [[πάρα]] πολύ, [[πλεονάζω]] σε μεγάλο βαθμό.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερπερισσεύω:''' тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ [[χάρις]] NT).
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπερισσεύω Medium diacritics: ὑπερπερισσεύω Low diacritics: υπερπερισσεύω Capitals: ΥΠΕΡΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: hyperperisseúō Transliteration B: hyperperisseuō Transliteration C: yperperisseyo Beta Code: u(perperisseu/w

English (LSJ)

   A abound much more, be in great excess, χάρις Ep.Rom.5.20:—Med., ὑ. τῇ χαρᾷ 2Ep.Cor. 7.4.

German (Pape)

[Seite 1200] auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσεύω: ὑπερπλεονάζω, ὑπερπεριττεῦον τὸ αἷμα Μοσχίων περὶ Γυναίκ. Παθ. σ. 6, 13· ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ, ἔχω ὑπερπερισσεύουσαν τὴν χαράν, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 4.

French (Bailly abrégé)

surabonder;
Moy. ὑπερπερισσεύομαι m. sign.
Étymologie: ὑπέρ, περισσεύω.

English (Strong)

from ὑπέρ and περισσεύω; to super-abound: abound much more, exceeding.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπερίσσευσα; present passive ὑπερπερισσεύομαι; (Vulg. superabundo); to abound beyond measure, abound exceedingly: περισσεύω, 2), to overflow, to enjoy abundantly: with a dative of the thing, Moschion de passage mulier., p. 6, Dewez edition; Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ύπερπεριττεύω Α περισσεύω
περισσεύω πάρα πολύ, πλεονάζω σε μεγάλο βαθμό.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπερισσεύω: тж. med. быть в чрезвычайном изобилии (ὑπερεπερίσσευεν ἡ χάρις NT).