ὑποθυμιάω: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
(6_2)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
|lstext='''ὑποθυμιάω''': [[καπνίζω]] [[κάτωθεν]], Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ [[ὅπως]] καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθῡμιάω:''' окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 05:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθῡμιάω Medium diacritics: ὑποθυμιάω Low diacritics: υποθυμιάω Capitals: ΥΠΟΘΥΜΙΑΩ
Transliteration A: hypothymiáō Transliteration B: hypothymiaō Transliteration C: ypothymiao Beta Code: u(poqumia/w

English (LSJ)

   A fumigate, τι θείῳ Luc.DMeretr.4.5:—Med., aor. 1, Hp.Mul.2.128:—Pass., to be burnt for fumigation, Dsc.1.6,76, 3.112.    II abs. in Act., make a thick smoke, Aen.Tact.32.1.

German (Pape)

[Seite 1218] Weihrauch od. andere wohlriechende Specereien auf untergelegtem Feuer verbrennen, damit räuchern; Luc. D. Mer. 4; Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθυμιάω: καπνίζω κάτωθεν, Λατ. suffire, τ. θείῳ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· - μέσ. ἀόρ. α΄, Ἱππ. 646. - Παθ., καίομαι πρὸς θυμίασίν τινος ἢ ὅπως καπνισθῇ τι, Διοσκ. 1. 104., 3. 126, κλπ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθῡμιάω: окуривать (τῷ θείῳ τι Luc.).