χαρίσιος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαρίσιον</i><br />[[δώρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάρη]], [[ευχαριστήριος]] («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον [[ἕδνον]] [[ὀφείλω]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαρίσιος]]<br />α) (συν. σε [[συνεκφορά]] με το <i>πλακοῡς</i>) [[είδος]] γλυκίσματος<br />β) [[θεός]] στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο [[ποτήρι]] σε [[συμπόσιο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χαρισία</i><br />(συν. σε [[συνεκφορά]] με το [[βοτάνη]]) [[είδος]] μαγικού βοτάνου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαρίσια</i><br />(ενν. <i>ιερά</i>) τα [[χαριτήσια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίσιος]], [[κατά]] το <i>ἀφροδ</i>-[[ίσιος]]].
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαρίσιον</i><br />[[δώρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάρη]], [[ευχαριστήριος]] («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον [[ἕδνον]] [[ὀφείλω]]», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαρίσιος]]<br />α) (συν. σε [[συνεκφορά]] με το <i>πλακοῡς</i>) [[είδος]] γλυκίσματος<br />β) [[θεός]] στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο [[ποτήρι]] σε [[συμπόσιο]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χαρισία</i><br />(συν. σε [[συνεκφορά]] με το [[βοτάνη]]) [[είδος]] μαγικού βοτάνου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαρίσια</i><br />(ενν. <i>ιερά</i>) τα [[χαριτήσια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίσιος]], [[κατά]] το <i>ἀφροδ</i>-[[ίσιος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρίσιος:''' полный любви: χαρισία [[βοτάνη]] Arst. = [[χαρίσιον]]; ὁ χ. [[πλακοῦς]] Arph. любовный пирог (род печенья).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίσιος Medium diacritics: χαρίσιος Low diacritics: χαρίσιος Capitals: ΧΑΡΙΣΙΟΣ
Transliteration A: charísios Transliteration B: charisios Transliteration C: charisios Beta Code: xari/sios

English (LSJ)

[ῑ], α, ον,

   A of thanksgiving, ἕδνον Call.Fr.193.    2 free, χαρίσια free gifts, Dam.Isid.216.    3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir.846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4.    II χ. πλακοῦς, a sort of cake, Ar.Fr.202; πέττουσα τὸν χ. (sc. πλακοῦντα) Eub.2, cf. Ath.15.668c.    III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρίσιος: [ῑ], -α, -ον, = χαριστήριος, ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία βοτάνη, «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. πλακοῦς, εἶδος πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. ἱερά), = Χαριτήσια, πρβλ. 1843. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d’amour, sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre.
Étymologie: χάρις.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρίσιον
δώρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάρη, ευχαριστήριος («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον ἕδνον ὀφείλω», Καλλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. χαρίσιος
α) (συν. σε συνεκφορά με το πλακοῡς) είδος γλυκίσματος
β) θεός στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο ποτήρι σε συμπόσιο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαρισία
(συν. σε συνεκφορά με το βοτάνη) είδος μαγικού βοτάνου
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίσια
(ενν. ιερά) τα χαριτήσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -ίσιος, κατά το ἀφροδ-ίσιος].

Russian (Dvoretsky)

χᾰρίσιος: полный любви: χαρισία βοτάνη Arst. = χαρίσιον; ὁ χ. πλακοῦς Arph. любовный пирог (род печенья).