φρούραρχος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρούραρχος:''' ὁ, αυτός που διοικεί [[φρουρά]] ή [[φρούριο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φρούραρχος:''' ὁ, αυτός που διοικεί [[φρουρά]] ή [[φρούριο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φρούραρχος:''' ὁ начальник стражи или гарнизона Xen., Plat., Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρούραρχος Medium diacritics: φρούραρχος Low diacritics: φρούραρχος Capitals: ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: phroúrarchos Transliteration B: phrourarchos Transliteration C: froyrarchos Beta Code: frou/rarxos

English (LSJ)

ὁ,

   A commander of a watch, or commandant of a garrison, IG12.10.13, al., X. An.1.1.6, Cyr.5.3.17, Pl.Lg.760d, Men.Kol.60, Aen.Tact.22.20, Plb.21.42.1, PTeb.6.13 (ii B. C.), OGI111.16 (Egypt, ii B. C.), etc.; οἱ φ. the guardians, Pl.Lg.843d: metaph., [θεοὶ] ἑκάστῳ τὸν τρόπον συνήρμοσαν φ. Men.Epit.554 (spelt φρούαρχος Wilcken Chr.162 i 11 (ii B. C.), and v.l. in Plb. l.c.).    II gaoler, Aristaenet. 1.20.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.

Greek (Liddell-Scott)

φρούραρχος: ὁ ὁ διοικῶν φρουράν, διοικητὴς φρουρᾶς ἢ φρουρίου, Ξεν. Ἀν 1. 1, 6, Πλάτ. Νόμ. 760D. C. Ι. 73, κ. ἀλλ.· οἱ φρουρ. τούτων Πλάτ. Νόμ. 843D ― ὁ τύπος φρουράρχης ἀπαντᾷ παρὰ Θεμιστίῳ καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant d’un poste, d’une troupe de garde.
Étymologie: φρουρά, ἄρχω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α
αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου
νεοελλ.
στρ. διοικητής φρουραρχείου
αρχ.
δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + -αρχος].

Greek Monotonic

φρούραρχος: ὁ, αυτός που διοικεί φρουρά ή φρούριο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φρούραρχος: ὁ начальник стражи или гарнизона Xen., Plat., Polyb.