κρωβύλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρωβύλος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]] ή [[πλέγμα]] από [[τρίχες]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, σε Θουκ., Ανθ.· επίσης [[τούφα]] μαλλιών, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρατσούκλι]] του ρήτορα Ηγησίππου, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κρωβύλος:''' [ῠ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]] ή [[πλέγμα]] από [[τρίχες]] στην [[κορυφή]] του κεφαλιού, σε Θουκ., Ανθ.· επίσης [[τούφα]] μαλλιών, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρατσούκλι]] του ρήτορα Ηγησίππου, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρωβύλος -ου, ὁ haarknot (mode in Athene). helmbos.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρωβύλος Medium diacritics: κρωβύλος Low diacritics: κρωβύλος Capitals: ΚΡΩΒΥΛΟΣ
Transliteration A: krōbýlos Transliteration B: krōbylos Transliteration C: krovylos Beta Code: krwbu/los

English (LSJ)

(parox., v. Hdn.Gr.1.163), ὁ,

   A roll or knot of hair on the crown of the head, worn at Athens, κρωβύλον ἀναδούμενοι Th.1.6, cf. Antiph.189, Sch.Ar.Nu.980.    2 nickname of the orator Hegesippus, Aeschin.3.118.    3 name of a πορνοβοσκός: prov., Κρωβύλου ζεῦγος 'a precious pair', Lib.Ep.91.2, Hsch., etc.    II tuft of hair on a helmet, X.An.5.4.13.

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ (so der Accent nach Arcad. 56, 11, eigtl. = κορυμβύλος), eine Art Haarflechte, Haarschopf, mitten auf dem Scheitel emporstehend, χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν Thuc. 1, 6, nach dem Schol. εἶδος πλέγματος τῶν τρι χῶν ἀπὸ ἑκατέρων εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον; vgl. Schol. Ai. Vesp. 1259 u. Nubb. 980. Es war bei den Athenern bes. die Haartracht der vornehmen Kinder, entsprechend dem κόρυμβος der Jungfrauen. Obwohl bei Ath. XII, 512 b u. Ael. V. H. 4, 22 in derselben Vrbdg κορύμβους steht. – Bei Xen. An. 5, 4, 13, εἶχον κράνη σκύτινα κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον τιαροειδῆ, ist es ein Haarbüschel auf dem Helme.

Greek (Liddell-Scott)

κρωβύλος: ῠ, (οὐχὶ κρώβυλος, ὡς συχνάκις ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.), ὁ, πλέγμα τριχῶν ἀνηγμένον ἐπὶ τὴν κορυφὴν καὶ ἀποτελοῦν εἶδος κόμβου, ἐν χρήσει πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Θουκυδ. ἐν Ἀθήναις, «οἱ πρεσβύτεροι... τῶν εὐδαιμόνων, διὰ τὸ ἁβροδίαιττον, οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνάς τε λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες, καὶ χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν» Θουκ. 1. 6, Ἀνθ. Π. 6. 155, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 980, Σφ. 1259, Ἀντιφ. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 2· ― ὅμοιον πλέγμα ἢ κτένισμα τῶν κορασίων ἐκαλεῖτο κόρυμβος, Winckelm. Gesch. der Kunst. 5. 1, 14, Vorläufige Abhandl. 4. 66, μετὰ τῶν σημειώσεων· ― δικτυοειδές τι πλέγμα πρὸς συγκράτησιν τῆς κόμης ἐκαλεῖτο κρωβύλη, κατὰ τὸν Σέρβιον εἰς Αἰνειάδα 4. 138. 2) σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ ῥήτορος Ἠγησίππου, Αἰσχίν. 70. 16· περὶ τούτου ἴδε Thirlwall Hist. of Greece 6. σ. 20, n. ΙΙ. λόφος τριχῶν ἐπὶ περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 touffe de cheveux sur le sommet de la tête, sorte de toupet;
2 crinière sur le sommet d’un casque.
Étymologie: DELG pê emprunt.

Greek Monolingual

ο (Α κρωβύλος)
πλεξίδα μαλλιών δεμένη στην κορυφή του κεφαλιού, κόρυμβος, κν. κότσος («χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. (στην Αθήνα) η διακόσμηση τών μαλλιών τών νέων που είχαν ευγενή καταγωγή
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το τρίχωμα του αιδοίου
3. θύσανος τριχών αλόγου στην κορυφή κράνους
4. ως κύριο όν. ὁ Κρωβύλος
σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου ρήτορα Ηγησίππου
5. παροιμ. «Κρωβύλου ζεῡγος» — λεγόταν για τους υπερβολικά πονηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως και ετυμολ.].

Greek Monotonic

κρωβύλος: [ῠ], ὁ,
1. κόμπος ή πλέγμα από τρίχες στην κορυφή του κεφαλιού, σε Θουκ., Ανθ.· επίσης τούφα μαλλιών, λοφίο περικεφαλαίας, σε Ξεν.
2. παρατσούκλι του ρήτορα Ηγησίππου, σε Αισχίν. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρωβύλος -ου, ὁ haarknot (mode in Athene). helmbos.