περινοστέω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περινοστέω:''' <b class="num">1)</b> ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прохаживаться ([[ὥσπερ]] [[ἥρως]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым. | |elrutext='''περινοστέω:''' <b class="num">1)</b> ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прохаживаться ([[ὥσπερ]] [[ἥρως]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A go round, visit, inspect, περὶ τὰς κλίνας Ar.Th.796; παλαίστρας Id.Pax762 ; τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b. 2 abs., go about, stalk about, π. ὥσπερ ἥρως Pl.R.558a; of vagrants, Ar.Pl.121,494, D.19.255; π. σχολὴν ἄγοντα Alex.28, cf. Alciphr.1.10 (cj.), Jul.Ep.89.
German (Pape)
[Seite 583] umgehen, begehen, wie περιέρχομαι; Ar. Thesm. 796 Plut. 121. 494; Plat. Rep. VIII, 558 a; Sp., wie Luc. Tim. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περινοστέω: περιέρχομαι ὅπως ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, περί τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ φέρω τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «ἀλώπηξ ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., περιέρχομαι, περιφέρομαι, π. ὥσπερ ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aller et revenir d’un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;
2 faire le tour pour examiner, acc..
Étymologie: περί, νοστέω.
Greek Monotonic
περινοστέω: μέλ. -ήσω, περιέρχομαι ολόγυρα, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, τὰςπαλαίστρας, σε Αριστοφ.
2. απόλ., περιφέρομαι, περιτριγυρίζω, επισκέπτομαι ή επιθεωρώ, στον ίδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περινοστέω: 1) ходить вокруг, обходить (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);
2) прохаживаться (ὥσπερ ἥρως Plat.);
3) бродить, блуждать Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc.