πρᾶγος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾶγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί <i>πράγματος</i>, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>πράγματα</i>, πολιτικές υποθέσεις.
|lsmtext='''πρᾶγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> ποιητ. αντί <i>πράγματος</i>, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> = <i>πράγματα</i>, πολιτικές υποθέσεις.
}}
{{elnl
|elnltext=πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶγος Medium diacritics: πρᾶγος Low diacritics: πράγος Capitals: ΠΡΑΓΟΣ
Transliteration A: prâgos Transliteration B: pragos Transliteration C: pragos Beta Code: pra=gos

English (LSJ)

εος, τό, poet. for πρᾶγμα, Pi.N.3.6, Fr.108, A.Th.861 (anap.), Pers.248 (troch.), S.Ichn.74, Ar.Av.112, Lys.706 (paratrag.).    2 = πράγματα, state-affairs, A.Th.2.

German (Pape)

[Seite 693] ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾶγος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ πρᾶγμα, Πινδ. Ν. 3. 10, Ἀποσπ. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 861, Πέρσ. 248, Σοφ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 112, Λυσ. 706. 2) = πράγματα, ὑποθέσεις πολιτικαί, Αἰσχύλ. Θήβ. 2.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 c. πρᾶγμα;
2 les affaires de l’État.
Étymologie: cf. πράσσω.

English (Slater)

πρᾱγος = πρᾶγμα. διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου
   1 different actions seek different rewards (N. 3.6) π]ραγεσιν[ Δ. . 21. θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.

Greek Monolingual

-άγεος, τὸ, Α
1. ποιητ. τ. του πρᾱγμα
2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ- του πράττω με σιγμόληκτο σχηματισμό].

Greek Monotonic

πρᾶγος: -εος, τό,
1. ποιητ. αντί πράγματος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.
2. = πράγματα, πολιτικές υποθέσεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾶγος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ πρᾶγμα] poët., zaak:. ὅστις φυλάσσει πρᾶγος die de zaak (van de staat) in de gaten houdt Aeschl. Sept. 2; φέρει... τι πρᾶγος hij bericht over een of andere gebeurtenis Aeschl. Pers. 248; ἄνασσα πράγους τοῦδε meesteres van deze onderneming Aristoph. Lys. 706.