προφυράω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προφῡράω:''' досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν [[κακόν]] μοι [[μέγα]] τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται [[λόγος]] Arph. речь уже готова.
|elrutext='''προφῡράω:''' досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν [[κακόν]] μοι [[μέγα]] τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται [[λόγος]] Arph. речь уже готова.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.
}}
}}

Revision as of 08:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφυράω Medium diacritics: προφυράω Low diacritics: προφυράω Capitals: ΠΡΟΦΥΡΑΩ
Transliteration A: prophyráō Transliteration B: prophyraō Transliteration C: profyrao Beta Code: profura/w

English (LSJ)

   A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23.    II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.

German (Pape)

[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pétrir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.

Greek Monotonic

προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προφῡράω: досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται λόγος Arph. речь уже готова.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.