σκολόπενδρα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκολόπενδρα:''' ἡ зоол. сколопендра:<br /><b class="num">1)</b> мокрица или многоножка Arst.;<br /><b class="num">2)</b> пескожил (червь Avenicola marina) Arst., Anth. | |elrutext='''σκολόπενδρα:''' ἡ зоол. сколопендра:<br /><b class="num">1)</b> мокрица или многоножка Arst.;<br /><b class="num">2)</b> пескожил (червь Avenicola marina) Arst., Anth. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκολόπενδρα -ας, ἡ scolopendra (een zeemonster). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:43, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A scolopendra, millepede, Arist.HA489b22, 532a5, al.; classed with ἴουλος, ib.523b18, cf. Gal.UP3.2, Dsc.Eup.2.128. 2 the sea-scolopendra, perh. an animal of the genus Nereïs or Aphrodite, Arist.HA505b13, 621a6, Ael.NA7.26, Gal.12.366, Opp. H.2.424.
German (Pape)
[Seite 902] ἡ, 1) der Tausendfuß, Assel; Arist. H. A. 1, 4. 4, 7. 9, 37; Nic. Ther. 812 u. A. – 2) die Meerscolopendra, ein Seewurm, wahrscheinlich aus dem Geschlechte Nereis; Arist. H. A. 2, 14; Ael. H. A. 7, 26. 35. 13, 23; ἰοβόλος, Numen. bei Ath. VII, 304 f.; ἁλιπλανής, Antp. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
σκολόπενδρα: ἡ, scolopendra, ἢ «σαρανταπόδαρος», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 6., 4. 7, 4, κ. ἀλλ.· ταξινομεῖται μετὰ τοῦ ἰούλου, αὐτόθι 4. 1, 6. 2) θαλασσία σκολόπενδρα, ζῷον ἐκ τοῦ γένους «Νηρηῒς ἢ Ἀφροδίτη», αὐτόθι 2. 14, 2., 9. 37, 9, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26, Ἡσύχ. ΙΙ. σκολοπένδριον, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scolopendre de mer (sorte de ver de la famille des néréides), poisson.
Étymologie: DELG emprunt certain à un substrat.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκολόπεντρα Ν
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δηλητηριωδών μυριαπόδων, μεγάλου μεγέθους, που είναι γνωστά, σήμερα, με την κοινή ονομασία σαρανταποδαρούσες ή ψαλίδες
αρχ.
είδος θαλάσσιου σκουληκιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Russian (Dvoretsky)
σκολόπενδρα: ἡ зоол. сколопендра:
1) мокрица или многоножка Arst.;
2) пескожил (червь Avenicola marina) Arst., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολόπενδρα -ας, ἡ scolopendra (een zeemonster).