συγκατοικίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> fonder ensemble;<br /><b>2</b> aider à peupler, à coloniser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
|btext=<b>1</b> fonder ensemble;<br /><b>2</b> aider à peupler, à coloniser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικίζω Medium diacritics: συγκατοικίζω Low diacritics: συγκατοικίζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: synkatoikízō Transliteration B: synkatoikizō Transliteration C: sygkatoikizo Beta Code: sugkatoiki/zw

English (LSJ)

   A colonize jointly, join in colonizing, τὴν Σάμον Hdt.3.149, cf. Th.6.4; restore jointly, Λεοντίνους ib. 79.    II σ. τινά τινι settle or plant in a place along with, αὐταῖς σ. δάκη E.Hipp.646.    III metaph., establish jointly, μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41; τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα Max.Tyr.7.5.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich in eine Wohnung od. ein Land setzen, Eur. Hipp. 646; ein Land mit Bewohnern versehen, Her. 3, 149; gründen helfen, Thuc. 6, 4. 8; auch μνημεῖα ἀΐδια, 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικίζω: κατοικίζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὸ κατοικίζειν, τὴν Σάμον Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 4., 8. 79. ΙΙ. τοποθετῶ τινα πλησίον τινός, βάλλω αὐτὸν νὰ μένῃ μετ’ αὐτοῦ ὡς σύνοικος, χρῆν δ’ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν, ἄφθογγα δ’ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη, δὲν πρέπει δὲ νὰ βάλλῃ τις πλησίον εἰς τὰς γυναῖκας προσπόλους, ἀλλὰ νὰ συγκατοικίζῃ μὲ αὐτὰς ζῷα μὴ δυνάμενα νὰ ὁμιλῶσι, Εὐρ. Ἱππ. 646. ΙΙΙ. μεταφ., ἀπὸ κοινοῦ ἱδρύω, μνημεῖα κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· ἔρωτα τοῖς λογισμοῖς Μάξιμ. Τύρ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

1 fonder ensemble;
2 aider à peupler, à coloniser.
Étymologie: σύν, κατοικίζω.

Greek Monolingual

αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α κατοικίζω
1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία
2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν μαζί (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς Χαλκιδέας ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», Θουκ.
β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)
4. ιδρύω από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», Θουκ.).

Greek Monotonic

συγκατοικίζω: μέλ. -σω,
I. εγκαθιστώ, αποικίζω από κοινού, συμβάλλω στον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιον τόπο μαζί με άλλους, βάζω κάποιον να μείνει μαζί με άλλους, σε Ευρ.
III. μεταφ., ιδρύω από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικίζω: 1) совместно заселять или помогать заселить (τὴν Σάμον Her., sc. Σελινοῦντα Thuc.);
2) селить вместе (τινά τινι Eur.);
3) воздвигать вместе (μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατοικίζω, Att. ξυγκατοικίζω doen samenwonen met, met acc. en dat.. Eur. Hipp. 646. mede koloniseren, helpen koloniseren. helpen naar het vaderland terug te brengen. Thuc. 6.79.2. tegelijk oprichten:. μνημεῖα monumenten Thuc. 2.41.4.