συνδιαπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
|btext=mener à terme :<br /><b>1</b> exercer (une charge, un pouvoir, <i>etc.</i>) avec, τινι;<br /><b>2</b> accomplir avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνδιαπράσσομαι négocier avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαπράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [[διαπράττω]] / [[διαπράσσω]]]]<br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[αποπερατώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]] από κοινού με άλλον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνδιαπράσσομαι</i><br />[[διαπραγματεύομαι]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπράσσω Medium diacritics: συνδιαπράσσω Low diacritics: συνδιαπράσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaprássō Transliteration B: syndiaprassō Transliteration C: syndiaprasso Beta Code: sundiapra/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαπράττω,

   A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc.    II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.

German (Pape)

[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.

French (Bailly abrégé)

mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1) вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2) вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3) med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).