συναγυρμός: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰγυρμός''': ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, [[συλλογή]], [[ἄθροισις]], τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C. | |lstext='''συνᾰγυρμός''': ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, [[συλλογή]], [[ἄθροισις]], τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt.272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. συναγερμός.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγυρμός: ὁ собирание, накопление (φρονήσεως Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναγυρμός -οῦ, ὁ [συναγείρω] het verzamelen.