σύλλεκτρος: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]]. | |btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:39, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σ. Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.
German (Pape)
[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.
Greek Monolingual
-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].
Greek Monotonic
σύλλεκτρος: -ον (λέκτρον), σύντροφος στο ίδιο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, λέγεται για άντρα ή γυναίκα, σύζυγος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύλλεκτρος: II ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.
разделяющий ложе (Διός Eur. и τῷ Διί Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύλλεκτρος -οῦ, ὁ [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.