ἰατός: Difference between revisions
(2b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰατός]], -ή, -όν)<br />ο [[ιάσιμος]], αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικό επίθ. σε -<i>τος</i> του ρ. <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανίατος]], [[δυσίατος]], [[ευίατος]]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰατός]], -ή, -όν)<br />ο [[ιάσιμος]], αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικό επίθ. σε -<i>τος</i> του ρ. <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανίατος]], [[δυσίατος]], [[ευίατος]]].<br />ἰᾱτος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο παρασκευασμένος από ία<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰᾱτον</i><br />[[ποτό]] παρασκευασμένο από [[μέλι]], [[κρασί]] και [[άρωμα]] ίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ία</i>, πληθ. του <i>ίον</i> «[[μενεξές]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:02, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν,
A curable, Pi.I.8(7).15, Pl.Lg.862c,al.
German (Pape)
[Seite 1234] heilbar, wieder gut zu machen, Plat. Legg. V, 731 c IX, 862 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 30, Πλάτ. Νόμ. 862C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Slater)
ῑᾱτός
1 curable ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰατός, -ή, -όν)
ο ιάσιμος, αυτός που μπορεί να θεραπευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. ιάομαι, -ώμαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανίατος, δυσίατος, ευίατος].
ἰᾱτος, -ον (Α)
1. ο παρασκευασμένος από ία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰᾱτον
ποτό παρασκευασμένο από μέλι, κρασί και άρωμα ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ία, πληθ. του ίον «μενεξές»].
Greek Monotonic
ἰᾱτός: -ή, -όν (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να θεραπευτεί, θεραπεύσιμος, ιάσιμος, σε Πίνδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτός: (ῑ) [adj. verb. к ἰάομαι излечимый, исцелимый (αἱ ἐν ψυχῇ νόσοι Plat.): γίνεται τοῦτο καὶ ἰατὸν καὶ ἀνίατον Arst. это (заболевание) бывает то излечимо, то неизлечимо.