ὀφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(3b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφθάλμια]], τὰ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οφθάλμιος]].
|mltxt=[[ὀφθάλμια]], τὰ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οφθάλμιος]].<br />η (Α [[ὀφθαλμία]], ιων. τ. όφθαλμίη) [[οφθαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />γενική [[ονομασία]] τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («[[οφθαλμία]] τών χιόνων» — έντονη [[επιπεφυκίτιδα]] με πόνο του ματιού, [[δακρύρροια]], [[φωτοφοβία]] και, μερικές φορές, [[ελαφρά]] [[εξέλκωση]] του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην [[ανάκλαση]] τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία εκκρίνεται [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φθόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀφθαλμία]], ιων. τ. όφθαλμίη) [[οφθαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />γενική [[ονομασία]] τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («[[οφθαλμία]] τών χιόνων» — έντονη [[επιπεφυκίτιδα]] με πόνο του ματιού, [[δακρύρροια]], [[φωτοφοβία]] και, μερικές φορές, [[ελαφρά]] [[εξέλκωση]] του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην [[ανάκλαση]] τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία εκκρίνεται [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φθόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμία Medium diacritics: ὀφθαλμία Low diacritics: οφθαλμία Capitals: ΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: ophthalmía Transliteration B: ophthalmia Transliteration C: ofthalmia Beta Code: o)fqalmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀ. ξηραί Hp.Aër. l.c.; -ίαι ὑγραί ib.3.    II metaph., [φθόνος] ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

ὀφθάλμια, τὰ (Α)
βλ. οφθάλμιος.
η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. όφθαλμίη) οφθαλμός
νεοελλ.
γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» — έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο του ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά εξέλκωση του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)
αρχ.
1. νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εκκρίνεται υγρό
2. μτφ. φθόνος.

Greek Monotonic

ὀφθαλμία: ἡ (ὀφθαλμός), οφθαλμία, πάθηση των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμία:1) воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς ὀφθαλμίας Arph. освободить кого-л. от слепоты.