ἐρεύθω: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(2) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»]. | |mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»].<br />ἐρευθῶ, -έω (Α) [[έρευθος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κόκκινος]], [[κοκκινίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:04, 1 January 2019
English (LSJ)
aor. 1 inf.
A ἐρεῦσαι Il. (v. infr.):—make red, stain with red, αἵματι γαῖαν 11.394 ; γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ 18.329 ; βωμὸν φόνοισι Pythag. ap. S.E. M.9.128:—Pass., to be or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127 ; [ἀστὴρ] καλὸν -όμενος A.R.1.778. II intr. in Act., ἔρ]ευθε φώτων [αἵμα] τι γαῖα B.12.152 ; τὸ πρόσωπον ἐ. Hp. Morb.4.38. (ONorse rjóþa, OE. réodan 'redden', OE. réad 'red' ; v. ἐρυθρός.)
German (Pape)
[Seite 1026] röthen, roth färben, γαῖαν αἵματι Il. 11, 394. 18, 329; – pass. roth werden, Hippocr.; ἐρευθομένων ἐπὶ βωμῶν Theocr. 17, 127; Ap. Rh. 1, 778 u. a. Sp. – Hippocr. braucht auch das act. so, τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, wird roth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεύθω: ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· (ἐρυθρός): κάμνω τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἐρυθρός, Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.
French (Bailly abrégé)
f. ἐρεύσω, ao. ἤρευσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ἠρευθόμην;
faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; Pass. devenir rouge, rougir.
Étymologie: cf. lat. ruber, rufus.
English (Autenrieth)
aor. inf. ἐρεῦσαι: redden, dye with blood, Il. 11.394, Il. 18.329. (Il.)
Greek Monolingual
ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].
ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθος
είμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.
Greek Monotonic
ἐρεύθω: απαρ. αορ. αʹ ἐρεῦσαι, καθιστώ κάτι κόκκινο, βάφω κόκκινο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ροδίζω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεύθω: делать красным, обагрять (αἵματι γαῖαν Hom.); pass. быть обагренным (ἐρευθόμενοι βωμοί Theocr.).